- Πέρδικες
- Πέρδιξpartridgemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέρδικες — πέρδῑκες , πέρδιξ partridge masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пердика — ПЕРДИК|А (1*), Ы с. πέρδιξ Куропатка: пердикы бо, ловца видѣвше, дѣтемъ запрѣщаютъ и велѧть хранитисѧ, а сами ѡкр(с)тъ ловѧщихъ лѣтаютъ. (πέρδικες) Пч н. XV (1), 71 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
FRINGILLA seu FRINGILLUS — Graecis ςπίζα, Italis fringuello, Gallis pincon, Festo nomen habet, quod frigore solus ex avibus cantet. Eundem namque eum cum regaliolo facit, quem mortis omen Iulio Caesari fecisse, apud Suet. habes c. 81. Sed fringillus aestivis tantum… … Hofmann J. Lexicon universale
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αιολόδειρος — αἰολόδειρος, ον (Α) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό («αἰολόδειροι πέρδικες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + δειρή «τράχηλος, λαιμός»] … Dictionary of Greek
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
δικάρδιος — δικάρδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι») 2. το ουδ. ως ουσ. το δικάρδιον είδος μαρουλιού … Dictionary of Greek
κυνηγάρης — ο, θηλ. α (Μ κυνηγάρης, θηλ. α) 1. αυτός που κυνηγά, κυνηγός («δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιονε κυνηγάρη, να κυνηγά τις πέρδικες τη νύχτα με φεγγάρι», δημ. δίστ.) 2. ως επίθ. κυνηγετικός, θηρευτικός νεοελλ. (συν. στο αρσ.) (για άνδρα) αυτός που… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
ορνιθοχηνονητ(τ)οπερδικοπράτης — ὀρνιθοχηνονητ(τ)οπερδικοπράτης, ὁ (Μ) αυτός που πουλάει, χήνες, πάπιες και πέρδικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + χήν, ός + νῆττα «πάπια» + πέρδιξ, ικος + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»)] … Dictionary of Greek